ὁδοστάτης

ὁδοστάτης
ὁδο-στάτης, , am Wege stehend, sowohl von den Straßenwächtern, als von Wegelagerern, Straßenräubern

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οδοστάτης — ὁδοστάτης, ὁ (Μ) 1. αυτός που φυλάει τους δρόμους, ο οδοφύλακας 2. αυτός που ενεδρεύει στους δρόμους, ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + στάτης (< θ. στα τού ἵστημι, πρβλ. στα τός), πρβλ. μεσο στάτης, χορο στάτης] …   Dictionary of Greek

  • οδοστασία — ὁδοστασία, ἡ (Μ) [οδοστάτης] η ενέργεια τού οδοστάτου, ληστεία …   Dictionary of Greek

  • οδοστατώ — ὁδοστατῶ, έω (Μ) [οδοστάτης] 1. στέκομαι κοντά στον δρόμο και περιμένω, παραμονεύω, ενεδρεύω 2. παρακωλύω, παρεμποδίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”